Jump to content

σακκίδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σακκίδιο (sakkídion (plural σακκίδια)

  1. Alternative form of σακίδιο (sakídio)

Declension

[edit]
singular plural
nominative σακκίδιο (sakkídio) σακκίδια (sakkídia)
genitive σακκιδίου (sakkidíou)
σακκίδιου (sakkídiou)
σακκιδίων (sakkidíon)
accusative σακκίδιο (sakkídio) σακκίδια (sakkídia)
vocative σακκίδιο (sakkídio) σακκίδια (sakkídia)