From Wiktionary, the free dictionary
From προ- ( pro- , “ pre- ” ) + ειδοποιώ ( eidopoió , “ inform ” ) .
IPA (key ) : /pɾo.i.ðo.piˈo/
Hyphenation: προ‧ει‧δο‧ποι‧ώ
προειδοποιώ • (proeidopoió ) (past προειδοποίησα , passive προειδοποιούμαι , p‑past προειδοποιήθηκα , ppp προειδοποιημένος )
to forewarn , warn
to inform in advance
προειδοποιώ , προειδοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
προειδοποιώ
προειδοποιήσω
προειδοποιούμαι
προειδοποιηθώ
2 sg
προειδοποιείς
προειδοποιήσεις
προειδοποιείσαι
προειδοποιηθείς
3 sg
προειδοποιεί
προειδοποιήσει
προειδοποιείται
προειδοποιηθεί
1 pl
προειδοποιούμε
προειδοποιήσουμε , [-ομε ]
προειδοποιούμαστε , προειδοποιόμαστε
προειδοποιηθούμε
2 pl
προειδοποιείτε
προειδοποιήσετε
προειδοποιείστε , (προειδοποιόσαστε )
προειδοποιηθείτε
3 pl
προειδοποιούν (ε )
προειδοποιήσουν (ε )
προειδοποιούνται
προειδοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
προειδοποιούσα
προειδοποίησα
προειδοποιούμουν (α ), προειδοποιόμουν (α )
προειδοποιήθηκα
2 sg
προειδοποιούσες
προειδοποίησες
[προειδοποιούσουν (α )], προειδοποιόσουν (α )
προειδοποιήθηκες
3 sg
προειδοποιούσε
προειδοποίησε
προειδοποιούνταν , προειδοποιόταν (ε ), {προειδοποιείτο }
προειδοποιήθηκε
1 pl
προειδοποιούσαμε
προειδοποιήσαμε
προειδοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), προειδοποιόμασταν , (‑όμαστε )
προειδοποιηθήκαμε
2 pl
προειδοποιούσατε
προειδοποιήσατε
[προειδοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], προειδοποιόσασταν , (‑όσαστε )
προειδοποιηθήκατε
3 pl
προειδοποιούσαν (ε )
προειδοποίησαν , προειδοποιήσαν (ε )
προειδοποιούνταν , προειδοποιόνταν (ε ), (προειδοποιόντουσαν ), {προειδοποιούντο }
προειδοποιήθηκαν , προειδοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα προειδοποιώ ➤
θα προειδοποιήσω ➤
θα προειδοποιούμαι ➤
θα προειδοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα προειδοποιείς , …
θα προειδοποιήσεις , …
θα προειδοποιείσαι , …
θα προειδοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … προειδοποιήσει έχω, έχεις, … προειδοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … προειδοποιηθεί είμαι , είσαι , … προειδοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … προειδοποιήσει είχα, είχες, … προειδοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … προειδοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … προειδοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … προειδοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … προειδοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … προειδοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … προειδοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
προειδοποίησε
—
προειδοποιήσου
2 pl
προειδοποιείτε
προειδοποιήστε
προειδοποιείστε
προειδοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
προειδοποιώντας ➤
προειδοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας προειδοποιήσει ➤
προειδοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
προειδοποιήσει
προειδοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.