From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /i.ðo.piˈo/
Hyphenation: ει‧δο‧ποι‧ώ
ειδοποιώ • (eidopoió ) (past ειδοποίησα , passive ειδοποιούμαι , p‑past ειδοποιήθηκα , ppp ειδοποιημένος )
to notify , inform
ειδοποιώ , ειδοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ειδοποιώ
ειδοποιήσω
ειδοποιούμαι
ειδοποιηθώ
2 sg
ειδοποιείς
ειδοποιήσεις
ειδοποιείσαι
ειδοποιηθείς
3 sg
ειδοποιεί
ειδοποιήσει
ειδοποιείται
ειδοποιηθεί
1 pl
ειδοποιούμε
ειδοποιήσουμε , [-ομε ]
ειδοποιούμαστε , ειδοποιόμαστε
ειδοποιηθούμε
2 pl
ειδοποιείτε
ειδοποιήσετε
ειδοποιείστε , (ειδοποιόσαστε )
ειδοποιηθείτε
3 pl
ειδοποιούν (ε )
ειδοποιήσουν (ε )
ειδοποιούνται
ειδοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ειδοποιούσα
ειδοποίησα
ειδοποιούμουν (α ), ειδοποιόμουν (α )
ειδοποιήθηκα
2 sg
ειδοποιούσες
ειδοποίησες
[ειδοποιούσουν (α )], ειδοποιόσουν (α )
ειδοποιήθηκες
3 sg
ειδοποιούσε
ειδοποίησε
ειδοποιούνταν , ειδοποιόταν (ε ), {ειδοποιείτο }
ειδοποιήθηκε
1 pl
ειδοποιούσαμε
ειδοποιήσαμε
ειδοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), ειδοποιόμασταν , (‑όμαστε )
ειδοποιηθήκαμε
2 pl
ειδοποιούσατε
ειδοποιήσατε
[ειδοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], ειδοποιόσασταν , (‑όσαστε )
ειδοποιηθήκατε
3 pl
ειδοποιούσαν (ε )
ειδοποίησαν , ειδοποιήσαν (ε )
ειδοποιούνταν , ειδοποιόνταν (ε ), (ειδοποιόντουσαν ), {ειδοποιούντο }
ειδοποιήθηκαν , ειδοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ειδοποιώ ➤
θα ειδοποιήσω ➤
θα ειδοποιούμαι ➤
θα ειδοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ειδοποιείς , …
θα ειδοποιήσεις , …
θα ειδοποιείσαι , …
θα ειδοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ειδοποιήσει έχω, έχεις, … ειδοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ειδοποιηθεί είμαι , είσαι , … ειδοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ειδοποιήσει είχα, είχες, … ειδοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ειδοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … ειδοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … ειδοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … ειδοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ειδοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ειδοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
ειδοποίησε
—
ειδοποιήσου
2 pl
ειδοποιείτε
ειδοποιήστε
ειδοποιείστε
ειδοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ειδοποιώντας ➤
ειδοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας ειδοποιήσει ➤
ειδοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ειδοποιήσει
ειδοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.