Jump to content

ειδοποιός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

ειδοποιός (eidopoiósm (feminine ειδοποιός, neuter ειδοποιό)

  1. specific
  2. distinguishing (separates one species from another)
    ειδοποιός διαφοράeidopoiós diaforáspecific difference

Declension

[edit]
Declension of ειδοποιός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ειδοποιός (eidopoiós) ειδοποιός (eidopoiós) ειδοποιό (eidopoió) ειδοποιοί (eidopoioí) ειδοποιοί (eidopoioí) ειδοποιά (eidopoiá)
genitive ειδοποιού (eidopoioú) ειδοποιού (eidopoioú) ειδοποιού (eidopoioú) ειδοποιών (eidopoión) ειδοποιών (eidopoión) ειδοποιών (eidopoión)
accusative ειδοποιό (eidopoió) ειδοποιό (eidopoió) ειδοποιό (eidopoió) ειδοποιούς (eidopoioús) ειδοποιούς (eidopoioús) ειδοποιά (eidopoiá)
vocative ειδοποιέ (eidopoié) ειδοποιέ (eidopoié) ειδοποιό (eidopoió) ειδοποιοί (eidopoioí) ειδοποιοί (eidopoioí) ειδοποιά (eidopoiá)
[edit]