Jump to content

ανειδοποίητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ni.ðoˈpi.i.tos/
  • Hyphenation: α‧νει‧δο‧ποί‧η‧τος

Adjective

[edit]

ανειδοποίητος (aneidopoíitosm (feminine ανειδοποίητη, neuter ανειδοποίητο)

  1. unwarned, unadvised, uninformed

Declension

[edit]
Declension of ανειδοποίητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανειδοποίητος (aneidopoíitos) ανειδοποίητη (aneidopoíiti) ανειδοποίητο (aneidopoíito) ανειδοποίητοι (aneidopoíitoi) ανειδοποίητες (aneidopoíites) ανειδοποίητα (aneidopoíita)
genitive ανειδοποίητου (aneidopoíitou) ανειδοποίητης (aneidopoíitis) ανειδοποίητου (aneidopoíitou) ανειδοποίητων (aneidopoíiton) ανειδοποίητων (aneidopoíiton) ανειδοποίητων (aneidopoíiton)
accusative ανειδοποίητο (aneidopoíito) ανειδοποίητη (aneidopoíiti) ανειδοποίητο (aneidopoíito) ανειδοποίητους (aneidopoíitous) ανειδοποίητες (aneidopoíites) ανειδοποίητα (aneidopoíita)
vocative ανειδοποίητε (aneidopoíite) ανειδοποίητη (aneidopoíiti) ανειδοποίητο (aneidopoíito) ανειδοποίητοι (aneidopoíitoi) ανειδοποίητες (aneidopoíites) ανειδοποίητα (aneidopoíita)

Synonyms

[edit]
[edit]