προειδοποιημένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of προειδοποιούμαι (proeidopoioúmai), passive voice of προειδοποιώ (I warn).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pɾo.i.ðo.pi.iˈme.nos/
  • Hyphenation: προ‧ει‧δο‧ποι‧η‧μέ‧νος

Participle

[edit]

προειδοποιημένος (proeidopoiiménosm (feminine προειδοποιημένη, neuter προειδοποιημένο)

  1. warned, who has been warned

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προειδοποιημένος (proeidopoiiménos) προειδοποιημένη (proeidopoiiméni) προειδοποιημένο (proeidopoiiméno) προειδοποιημένοι (proeidopoiiménoi) προειδοποιημένες (proeidopoiiménes) προειδοποιημένα (proeidopoiiména)
genitive προειδοποιημένου (proeidopoiiménou) προειδοποιημένης (proeidopoiiménis) προειδοποιημένου (proeidopoiiménou) προειδοποιημένων (proeidopoiiménon) προειδοποιημένων (proeidopoiiménon) προειδοποιημένων (proeidopoiiménon)
accusative προειδοποιημένο (proeidopoiiméno) προειδοποιημένη (proeidopoiiméni) προειδοποιημένο (proeidopoiiméno) προειδοποιημένους (proeidopoiiménous) προειδοποιημένες (proeidopoiiménes) προειδοποιημένα (proeidopoiiména)
vocative προειδοποιημένε (proeidopoiiméne) προειδοποιημένη (proeidopoiiméni) προειδοποιημένο (proeidopoiiméno) προειδοποιημένοι (proeidopoiiménoi) προειδοποιημένες (proeidopoiiménes) προειδοποιημένα (proeidopoiiména)

Antonyms

[edit]