προειδοποίηση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]προειδοποίηση • (proeidopoíisi) f (plural προειδοποιήσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προειδοποίηση (proeidopoíisi) | προειδοποιήσεις (proeidopoiíseis) |
genitive | προειδοποίησης (proeidopoíisis) | προειδοποιήσεων (proeidopoiíseon) |
accusative | προειδοποίηση (proeidopoíisi) | προειδοποιήσεις (proeidopoiíseis) |
vocative | προειδοποίηση (proeidopoíisi) | προειδοποιήσεις (proeidopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: προειδοποιήσεως (proeidopoiíseos)
Related terms
[edit]- see: προειδοποιώ (proeidopoió, “to warn”)