Jump to content

προειδοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

προειδοποίηση (proeidopoíisif (plural προειδοποιήσεις)

  1. warning, notice

Declension

[edit]
Declension of προειδοποίηση
singular plural
nominative προειδοποίηση (proeidopoíisi) προειδοποιήσεις (proeidopoiíseis)
genitive προειδοποίησης (proeidopoíisis) προειδοποιήσεων (proeidopoiíseon)
accusative προειδοποίηση (proeidopoíisi) προειδοποιήσεις (proeidopoiíseis)
vocative προειδοποίηση (proeidopoíisi) προειδοποιήσεις (proeidopoiíseis)

Older or formal genitive singular: προειδοποιήσεως (proeidopoiíseos)

[edit]