προειδοποιήθηκα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]προειδοποιήθηκα • (proeidopoiíthika)
- 1st person singular simple past form of προειδοποιούμαι (proeidopoioúmai).
προειδοποιήθηκα • (proeidopoiíthika)