πολυάσχολος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek πολυάσχολος (poluáskholos).[1] By surface analysis, πολυ- (poly-) +‎ ασχολ(ία) (aschol(ía)) +‎ -ος (-os).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /po.liˈa.sxo.los/
  • Hyphenation: πο‧λυ‧ά‧σχο‧λος

Adjective

[edit]

πολυάσχολος (polyáscholosm (feminine πολυάσχολη, neuter πολυάσχολο)

  1. busy with many things
    Near-synonym: απασχολημένος (apascholiménos)

Declension

[edit]
Declension of πολυάσχολος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πολυάσχολος (polyáscholos) πολυάσχολη (polyáscholi) πολυάσχολο (polyáscholo) πολυάσχολοι (polyáscholoi) πολυάσχολες (polyáscholes) πολυάσχολα (polyáschola)
genitive πολυάσχολου (polyáscholou) πολυάσχολης (polyáscholis) πολυάσχολου (polyáscholou) πολυάσχολων (polyáscholon) πολυάσχολων (polyáscholon) πολυάσχολων (polyáscholon)
accusative πολυάσχολο (polyáscholo) πολυάσχολη (polyáscholi) πολυάσχολο (polyáscholo) πολυάσχολους (polyáscholous) πολυάσχολες (polyáscholes) πολυάσχολα (polyáschola)
vocative πολυάσχολε (polyáschole) πολυάσχολη (polyáscholi) πολυάσχολο (polyáscholo) πολυάσχολοι (polyáscholoi) πολυάσχολες (polyáscholes) πολυάσχολα (polyáschola)

References

[edit]
  1. ^ πολυάσχολος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language