πολιτική ανυπακοή
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]πολιτική ανυπακοή • (politikí anypakoḯ) f (uncountable)
Declension
[edit]Synonyms
[edit]- πολιτική απείθεια f (politikí apeítheia)
- απείθεια κατά της αρχής f (apeítheia katá tis archís)
Further reading
[edit]- πολιτική ανυπακοή on the Greek Wikipedia.Wikipedia el