απείθεια κατά της αρχής
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]απείθεια κατά της αρχής • (apeítheia katá tis archís) f
- civil disobedience
- Synonyms: πολιτική απείθεια (politikí apeítheia), πολιτική ανυπακοή (politikí anypakoḯ), πολιτική απείθεια (politikí apeítheia)
Declension
[edit]- see: απείθεια (apeítheia)