Jump to content

πιεστήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek πιεστήριον (piestḗrion). By surface analysis, πιέζω (piézo) +‎ -τήριο (-tírio).

Noun

[edit]

πιεστήριο (piestírion (plural πιεστήρια)

  1. printing press

Declension

[edit]
Declension of πιεστήριο
singular plural
nominative πιεστήριο (piestírio) πιεστήρια (piestíria)
genitive πιεστηρίου (piestiríou)
πιεστήριου (piestíriou)
πιεστηρίων (piestiríon)
accusative πιεστήριο (piestírio) πιεστήρια (piestíria)
vocative πιεστήριο (piestírio) πιεστήρια (piestíria)

Further reading

[edit]