πιεστήριο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek πιεστήριον (piestḗrion). By surface analysis, πιέζω (piézo) + -τήριο (-tírio).
Noun
[edit]πιεστήριο • (piestírio) n (plural πιεστήρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πιεστήριο (piestírio) | πιεστήρια (piestíria) |
genitive | πιεστηρίου (piestiríou) πιεστήριου (piestíriou) |
πιεστηρίων (piestiríon) |
accusative | πιεστήριο (piestírio) | πιεστήρια (piestíria) |
vocative | πιεστήριο (piestírio) | πιεστήρια (piestíria) |
Further reading
[edit]- πιεστήριο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language