πειστικότητα

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from πειστικός (peistikós) +‎ -ότητα (-ótita).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pi.stiˈko.ti.ta/
  • Hyphenation: πει‧στι‧κό‧τη‧τα

Noun

[edit]

πειστικότητα (peistikótitaf (plural πειστικότητες)

  1. persuasiveness, convincingness
    Synonym: πειθώ f (peithó)

Declension

[edit]
singular plural
nominative πειστικότητα (peistikótita) πειστικότητες (peistikótites)
genitive πειστικότητας (peistikótitas) πειστικοτήτων (peistikotíton)
accusative πειστικότητα (peistikótita) πειστικότητες (peistikótites)
vocative πειστικότητα (peistikótita) πειστικότητες (peistikótites)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ πειστικότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language