Jump to content

πειστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

πειστικός (peistikósm (feminine πειστική, neuter πειστικό)

  1. persuasive, convincing

Declension

[edit]
Declension of πειστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πειστικός (peistikós) πειστική (peistikí) πειστικό (peistikó) πειστικοί (peistikoí) πειστικές (peistikés) πειστικά (peistiká)
genitive πειστικού (peistikoú) πειστικής (peistikís) πειστικού (peistikoú) πειστικών (peistikón) πειστικών (peistikón) πειστικών (peistikón)
accusative πειστικό (peistikó) πειστική (peistikí) πειστικό (peistikó) πειστικούς (peistikoús) πειστικές (peistikés) πειστικά (peistiká)
vocative πειστικέ (peistiké) πειστική (peistikí) πειστικό (peistikó) πειστικοί (peistikoí) πειστικές (peistikés) πειστικά (peistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πειστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πειστικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πειστικότερος (peistikóteros) πειστικότερη (peistikóteri) πειστικότερο (peistikótero) πειστικότεροι (peistikóteroi) πειστικότερες (peistikóteres) πειστικότερα (peistikótera)
genitive πειστικότερου (peistikóterou) πειστικότερης (peistikóteris) πειστικότερου (peistikóterou) πειστικότερων (peistikóteron) πειστικότερων (peistikóteron) πειστικότερων (peistikóteron)
accusative πειστικότερο (peistikótero) πειστικότερη (peistikóteri) πειστικότερο (peistikótero) πειστικότερους (peistikóterous) πειστικότερες (peistikóteres) πειστικότερα (peistikótera)
vocative πειστικότερε (peistikótere) πειστικότερη (peistikóteri) πειστικότερο (peistikótero) πειστικότεροι (peistikóteroi) πειστικότερες (peistikóteres) πειστικότερα (peistikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο πειστικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πειστικότατος (peistikótatos) πειστικότατη (peistikótati) πειστικότατο (peistikótato) πειστικότατοι (peistikótatoi) πειστικότατες (peistikótates) πειστικότατα (peistikótata)
genitive πειστικότατου (peistikótatou) πειστικότατης (peistikótatis) πειστικότατου (peistikótatou) πειστικότατων (peistikótaton) πειστικότατων (peistikótaton) πειστικότατων (peistikótaton)
accusative πειστικότατο (peistikótato) πειστικότατη (peistikótati) πειστικότατο (peistikótato) πειστικότατους (peistikótatous) πειστικότατες (peistikótates) πειστικότατα (peistikótata)
vocative πειστικότατε (peistikótate) πειστικότατη (peistikótati) πειστικότατο (peistikótato) πειστικότατοι (peistikótatoi) πειστικότατες (peistikótates) πειστικότατα (peistikótata)

Derived terms

[edit]
[edit]