πεισματάρης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Byzantine Greek πεισματάρης (peismatárēs). By surface analysis, from the πεισματ- stem of πείσμα (peísma) + -άρης (-áris).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]πεισματάρης • (peismatáris) m (feminine πεισματάρα, neuter πεισματάρικο)
- stubborn, obstinate
- Synonyms: ξεροκέφαλος (xerokéfalos), (learned) ισχυρογνώμων (ischyrognómon)
- Near-synonym: αδιάλλακτος (adiállaktos)
Declension
[edit]Declension of πεισματάρης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πεισματάρης • | πεισματάρα • | πεισματάρικο • | πεισματάρηδες • | πεισματάρες • | πεισματάρικα • |
genitive | πεισματάρη • | πεισματάρας • | πεισματάρικου • | πεισματάρηδων • | — | πεισματάρικων • |
accusative | πεισματάρη • | πεισματάρα • | πεισματάρικο • | πεισματάρηδες • | πεισματάρες • | πεισματάρικα • |
vocative | πεισματάρη • | πεισματάρα • | πεισματάρικο • | πεισματάρηδες • | πεισματάρες • | πεισματάρικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πεισματάρης, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πεισματάρης, etc.) |
Related terms
[edit]- see: πείσμα n (peísma)
Descendants
[edit]- → Romanian: pizmătar
References
[edit]- ^ πεισματάρης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language