ξεροκέφαλος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From ξερο- (xero-, “dry”) + κεφάλ(ι) (kefál(i), “head”) + -ος (-os). Compare Koine Greek ξηροκέφαλος (xēroképhalos, “dry-headed”).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ξεροκέφαλος • (xerokéfalos) m (feminine ξεροκέφαλη, neuter ξεροκέφαλο)
- stubborn, obstinate, pigheaded, mulish, bloody-minded
- Synonym: πεισματάρης (peismatáris)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ξεροκέφαλος (xerokéfalos) | ξεροκέφαλη (xerokéfali) | ξεροκέφαλο (xerokéfalo) | ξεροκέφαλοι (xerokéfaloi) | ξεροκέφαλες (xerokéfales) | ξεροκέφαλα (xerokéfala) | |
genitive | ξεροκέφαλου (xerokéfalou) | ξεροκέφαλης (xerokéfalis) | ξεροκέφαλου (xerokéfalou) | ξεροκέφαλων (xerokéfalon) | ξεροκέφαλων (xerokéfalon) | ξεροκέφαλων (xerokéfalon) | |
accusative | ξεροκέφαλο (xerokéfalo) | ξεροκέφαλη (xerokéfali) | ξεροκέφαλο (xerokéfalo) | ξεροκέφαλους (xerokéfalous) | ξεροκέφαλες (xerokéfales) | ξεροκέφαλα (xerokéfala) | |
vocative | ξεροκέφαλε (xerokéfale) | ξεροκέφαλη (xerokéfali) | ξεροκέφαλο (xerokéfalo) | ξεροκέφαλοι (xerokéfaloi) | ξεροκέφαλες (xerokéfales) | ξεροκέφαλα (xerokéfala) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ξεροκέφαλος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ξεροκέφαλος, etc.)
Derived terms
[edit]- ξεροκεφαλιά f (xerokefaliá)
References
[edit]- ^ ξεροκέφαλος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language