Jump to content

ξεροκέφαλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ξερο- (xero-, dry) +‎ κεφάλ(ι) (kefál(i), head) +‎ -ος (-os). Compare Koine Greek ξηροκέφαλος (xēroképhalos, dry-headed).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /kse.ɾoˈce.fa.los/
  • Hyphenation: ξε‧ρο‧κέ‧φα‧λος

Adjective

[edit]

ξεροκέφαλος (xerokéfalosm (feminine ξεροκέφαλη, neuter ξεροκέφαλο)

  1. stubborn, obstinate, pigheaded, mulish, bloody-minded
    Synonym: πεισματάρης (peismatáris)

Declension

[edit]
Declension of ξεροκέφαλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ξεροκέφαλος (xerokéfalos) ξεροκέφαλη (xerokéfali) ξεροκέφαλο (xerokéfalo) ξεροκέφαλοι (xerokéfaloi) ξεροκέφαλες (xerokéfales) ξεροκέφαλα (xerokéfala)
genitive ξεροκέφαλου (xerokéfalou) ξεροκέφαλης (xerokéfalis) ξεροκέφαλου (xerokéfalou) ξεροκέφαλων (xerokéfalon) ξεροκέφαλων (xerokéfalon) ξεροκέφαλων (xerokéfalon)
accusative ξεροκέφαλο (xerokéfalo) ξεροκέφαλη (xerokéfali) ξεροκέφαλο (xerokéfalo) ξεροκέφαλους (xerokéfalous) ξεροκέφαλες (xerokéfales) ξεροκέφαλα (xerokéfala)
vocative ξεροκέφαλε (xerokéfale) ξεροκέφαλη (xerokéfali) ξεροκέφαλο (xerokéfalo) ξεροκέφαλοι (xerokéfaloi) ξεροκέφαλες (xerokéfales) ξεροκέφαλα (xerokéfala)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ξεροκέφαλος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ξεροκέφαλος, etc.)

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ ξεροκέφαλος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language