αδιάλλακτος
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αδιάλλαχτος (adiállachtos)
Adjective
[edit]αδιάλλακτος • (adiállaktos) m (feminine αδιάλλακτη, neuter αδιάλλακτο)
- intransigent, adamant, unreconciled, irreconcilable
- Synonym: ασυμφιλίωτος (asymfilíotos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδιάλλακτος (adiállaktos) | αδιάλλακτη (adiállakti) | αδιάλλακτο (adiállakto) | αδιάλλακτοι (adiállaktoi) | αδιάλλακτες (adiállaktes) | αδιάλλακτα (adiállakta) | |
genitive | αδιάλλακτου (adiállaktou) | αδιάλλακτης (adiállaktis) | αδιάλλακτου (adiállaktou) | αδιάλλακτων (adiállakton) | αδιάλλακτων (adiállakton) | αδιάλλακτων (adiállakton) | |
accusative | αδιάλλακτο (adiállakto) | αδιάλλακτη (adiállakti) | αδιάλλακτο (adiállakto) | αδιάλλακτους (adiállaktous) | αδιάλλακτες (adiállaktes) | αδιάλλακτα (adiállakta) | |
vocative | αδιάλλακτε (adiállakte) | αδιάλλακτη (adiállakti) | αδιάλλακτο (adiállakto) | αδιάλλακτοι (adiállaktoi) | αδιάλλακτες (adiállaktes) | αδιάλλακτα (adiállakta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιάλλακτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιάλλακτος, etc.)
Synonyms
[edit]- ασυμβίβαστος (asymvívastos)
Related terms
[edit]- αδιαλλαξία f (adiallaxía, “intransigence”)