ασυμφιλίωτος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ασυμφιλίωτος • (asymfilíotos) m (feminine ασυμφιλίωτη, neuter ασυμφιλίωτο)
- unreconciled, irreconcilable, intransigent, adamant
- Synonym: αδιάλλακτος (adiállaktos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ασυμφιλίωτος (asymfilíotos) | ασυμφιλίωτη (asymfilíoti) | ασυμφιλίωτο (asymfilíoto) | ασυμφιλίωτοι (asymfilíotoi) | ασυμφιλίωτες (asymfilíotes) | ασυμφιλίωτα (asymfilíota) | |
genitive | ασυμφιλίωτου (asymfilíotou) | ασυμφιλίωτης (asymfilíotis) | ασυμφιλίωτου (asymfilíotou) | ασυμφιλίωτων (asymfilíoton) | ασυμφιλίωτων (asymfilíoton) | ασυμφιλίωτων (asymfilíoton) | |
accusative | ασυμφιλίωτο (asymfilíoto) | ασυμφιλίωτη (asymfilíoti) | ασυμφιλίωτο (asymfilíoto) | ασυμφιλίωτους (asymfilíotous) | ασυμφιλίωτες (asymfilíotes) | ασυμφιλίωτα (asymfilíota) | |
vocative | ασυμφιλίωτε (asymfilíote) | ασυμφιλίωτη (asymfilíoti) | ασυμφιλίωτο (asymfilíoto) | ασυμφιλίωτοι (asymfilíotoi) | ασυμφιλίωτες (asymfilíotes) | ασυμφιλίωτα (asymfilíota) |
Further reading
[edit]- ασυμφιλίωτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language