Jump to content

ασυμφιλίωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασυμφιλίωτος (asymfilíotosm (feminine ασυμφιλίωτη, neuter ασυμφιλίωτο)

  1. unreconciled, irreconcilable, intransigent, adamant
    Synonym: αδιάλλακτος (adiállaktos)

Declension

[edit]
Declension of ασυμφιλίωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασυμφιλίωτος (asymfilíotos) ασυμφιλίωτη (asymfilíoti) ασυμφιλίωτο (asymfilíoto) ασυμφιλίωτοι (asymfilíotoi) ασυμφιλίωτες (asymfilíotes) ασυμφιλίωτα (asymfilíota)
genitive ασυμφιλίωτου (asymfilíotou) ασυμφιλίωτης (asymfilíotis) ασυμφιλίωτου (asymfilíotou) ασυμφιλίωτων (asymfilíoton) ασυμφιλίωτων (asymfilíoton) ασυμφιλίωτων (asymfilíoton)
accusative ασυμφιλίωτο (asymfilíoto) ασυμφιλίωτη (asymfilíoti) ασυμφιλίωτο (asymfilíoto) ασυμφιλίωτους (asymfilíotous) ασυμφιλίωτες (asymfilíotes) ασυμφιλίωτα (asymfilíota)
vocative ασυμφιλίωτε (asymfilíote) ασυμφιλίωτη (asymfilíoti) ασυμφιλίωτο (asymfilíoto) ασυμφιλίωτοι (asymfilíotoi) ασυμφιλίωτες (asymfilíotes) ασυμφιλίωτα (asymfilíota)

Further reading

[edit]