Jump to content

αδιαλλαξία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αδιαλλαξία (adiallaxíaf (uncountable)

  1. intransigence

Declension

[edit]
Declension of αδιαλλαξία
singular
nominative αδιαλλαξία (adiallaxía)
genitive αδιαλλαξίας (adiallaxías)
accusative αδιαλλαξία (adiallaxía)
vocative αδιαλλαξία (adiallaxía)
[edit]