πεισμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- πεπεισμένος (pepeisménos) (formal)
Etymology
[edit]Perfect participle of πείθομαι (peíthomai), passive voice of πείθω (peítho, “I persuade”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]πεισμένος • (peisménos) m (feminine πεισμένη, neuter πεισμένο)
- convinced, persuaded
- Είναι πεισμένη ότι θα την παντρευτεί. Εγώ όμως είμαι απολύτως πεπεισμένη ότι είναι ψεύτης.
- Eínai peisméni óti tha tin pantrefteí. Egó ómos eímai apolýtos pepeisméni óti eínai pséftis.
- She is induced to believe that he will marry her. But I am absolutely convinced that he is a liar.
Declension
[edit]Declension of πεισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πεισμένος • | πεισμένη • | πεισμένο • | πεισμένοι • | πεισμένες • | πεισμένα • |
genitive | πεισμένου • | πεισμένης • | πεισμένου • | πεισμένων • | πεισμένων • | πεισμένων • |
accusative | πεισμένο • | πεισμένη • | πεισμένο • | πεισμένους • | πεισμένες • | πεισμένα • |
vocative | πεισμένε • | πεισμένη • | πεισμένο • | πεισμένοι • | πεισμένες • | πεισμένα • |