Jump to content

παρατεταμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek παρατεταμένος (paratetaménos), passive perfect participle of παρατείνω (parateínō).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pa.ɾa.te.taˈme.nos/
  • Hyphenation: πα‧ρα‧τε‧τα‧μέ‧νος

Participle

[edit]

παρατεταμένος (paratetaménosm (feminine παρατεταμένη, neuter παρατεταμένο)

  1. passive perfect participle of παρατείνω (parateíno): extended
  2. prolonged, protracted

Declension

[edit]
Declension of παρατεταμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative παρατεταμένος (paratetaménos) παρατεταμένη (paratetaméni) παρατεταμένο (paratetaméno) παρατεταμένοι (paratetaménoi) παρατεταμένες (paratetaménes) παρατεταμένα (paratetaména)
genitive παρατεταμένου (paratetaménou) παρατεταμένης (paratetaménis) παρατεταμένου (paratetaménou) παρατεταμένων (paratetaménon) παρατεταμένων (paratetaménon) παρατεταμένων (paratetaménon)
accusative παρατεταμένο (paratetaméno) παρατεταμένη (paratetaméni) παρατεταμένο (paratetaméno) παρατεταμένους (paratetaménous) παρατεταμένες (paratetaménes) παρατεταμένα (paratetaména)
vocative παρατεταμένε (paratetaméne) παρατεταμένη (paratetaméni) παρατεταμένο (paratetaméno) παρατεταμένοι (paratetaménoi) παρατεταμένες (paratetaménes) παρατεταμένα (paratetaména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παρατεταμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παρατεταμένος, etc.)

References

[edit]
  1. ^ παρατεταμένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language