Jump to content

παραβατικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek παραβατικός (parabatikós).[1] By surface analysis, παραβάτ(ης) (paravát(is)) +‎ -ικός (-ikós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pa.ɾa.va.tiˈkos/
  • Hyphenation: πα‧ρα‧βα‧τι‧κός

Adjective

[edit]

παραβατικός (paravatikósm (feminine παραβατική, neuter παραβατικό)

  1. delinquent (failing in or neglectful of a duty or obligation; guilty of a misdeed or offense)
  2. infringing, offending, transgressing, unlawful (behaviour, conduct)

Declension

[edit]
Declension of παραβατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative παραβατικός (paravatikós) παραβατική (paravatikí) παραβατικό (paravatikó) παραβατικοί (paravatikoí) παραβατικές (paravatikés) παραβατικά (paravatiká)
genitive παραβατικού (paravatikoú) παραβατικής (paravatikís) παραβατικού (paravatikoú) παραβατικών (paravatikón) παραβατικών (paravatikón) παραβατικών (paravatikón)
accusative παραβατικό (paravatikó) παραβατική (paravatikí) παραβατικό (paravatikó) παραβατικούς (paravatikoús) παραβατικές (paravatikés) παραβατικά (paravatiká)
vocative παραβατικέ (paravatiké) παραβατική (paravatikí) παραβατικό (paravatikó) παραβατικοί (paravatikoí) παραβατικές (paravatikés) παραβατικά (paravatiká)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ παραβατικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language