Jump to content

ολοκληρωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ολοκληρώ(νω) (olokliró(no)) +‎ -τικός (-tikós) with semantic loan from French total, totalitaire and (calcul) intégral.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /o.lo.kli.ɾo.tiˈkos/
  • Hyphenation: ο‧λο‧κλη‧ρω‧τι‧κός

Adjective

[edit]

ολοκληρωτικός (oloklirotikósm (feminine ολοκληρωτική, neuter ολοκληρωτικό)

  1. complete, total, utter
  2. totalitarian
  3. (mathematics) integral

Declension

[edit]
Declension of ολοκληρωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ολοκληρωτικός (oloklirotikós) ολοκληρωτική (oloklirotikí) ολοκληρωτικό (oloklirotikó) ολοκληρωτικοί (oloklirotikoí) ολοκληρωτικές (oloklirotikés) ολοκληρωτικά (oloklirotiká)
genitive ολοκληρωτικού (oloklirotikoú) ολοκληρωτικής (oloklirotikís) ολοκληρωτικού (oloklirotikoú) ολοκληρωτικών (oloklirotikón) ολοκληρωτικών (oloklirotikón) ολοκληρωτικών (oloklirotikón)
accusative ολοκληρωτικό (oloklirotikó) ολοκληρωτική (oloklirotikí) ολοκληρωτικό (oloklirotikó) ολοκληρωτικούς (oloklirotikoús) ολοκληρωτικές (oloklirotikés) ολοκληρωτικά (oloklirotiká)
vocative ολοκληρωτικέ (oloklirotiké) ολοκληρωτική (oloklirotikí) ολοκληρωτικό (oloklirotikó) ολοκληρωτικοί (oloklirotikoí) ολοκληρωτικές (oloklirotikés) ολοκληρωτικά (oloklirotiká)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ολοκληρωτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language