ολοκληρωτικά
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ολοκληρωτικά • (oloklirotiká)
- nominative/accusative/vocative neuter plural of ολοκληρωτικός (oloklirotikós)
Adverb
[edit]ολοκληρωτικά • (oloklirotiká)
- completely, totally, utterly
- Synonyms: ολοσχερώς (oloscherós), κατά κράτος (katá krátos)
- Η πόλη καταστράφηκε ολοκληρωτικά. ― I póli katastráfike oloklirotiká. ― The town was completely destroyed.
References
[edit]- ολοκληρωτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language