ολόκληρος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αλάκερος (alákeros) (very rare form, vernacular, demotic, alternative of ολάκερος)[1]
- ολάκερος (olákeros) (colloquial, literary)
Etymology
[edit]From Ancient Greek ὁλόκληρος (holóklēros).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ολόκληρος • (olókliros) m (feminine ολόκληρη, neuter ολόκληρο)
Declension
[edit]Declension of ολόκληρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ολόκληρος • | ολόκληρη • | ολόκληρο • | ολόκληροι • | ολόκληρες • | ολόκληρα • |
genitive | ολόκληρου • | ολόκληρης • | ολόκληρου • | ολόκληρων • | ολόκληρων • | ολόκληρων • |
accusative | ολόκληρο • | ολόκληρη • | ολόκληρο • | ολόκληρους • | ολόκληρες • | ολόκληρα • |
vocative | ολόκληρε • | ολόκληρη • | ολόκληρο • | ολόκληροι • | ολόκληρες • | ολόκληρα • |
Related terms
[edit]- ολοκλήρωμα n (oloklíroma)
- ολοκληρώνω (olokliróno)
- ολοκλήρωση f (oloklírosi)
- and see: όλος (ólos, “all, whole”)
References
[edit]- ^ Dimitrakos, Dimitrios B. (21964) Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης [Great Dictionary of the entire Greek Language] (in Greek), Athens: Hellenic Paideia 2nd edition in 15 vols. [1st edition 1930-1950 in 9 volumes] (abbreviations - of authors)