Jump to content

ολοήμερος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek ὁλοήμερος (holoḗmeros, working all day).[1] By surface analysis, όλος (ólos) +‎ -ο- (-o-) +‎ ημέρα (iméra) +‎ -ος (-os).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /o.loˈi.me.ɾos/
  • Hyphenation: ο‧λο‧ή‧με‧ρος

Adjective

[edit]

ολοήμερος (oloḯmerosm (feminine ολοήμερη, neuter ολοήμερο)

  1. all-day, whole-day

Declension

[edit]
Declension of ολοήμερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ολοήμερος (oloḯmeros) ολοήμερη (oloḯmeri) ολοήμερο (oloḯmero) ολοήμεροι (oloḯmeroi) ολοήμερες (oloḯmeres) ολοήμερα (oloḯmera)
genitive ολοήμερου (oloḯmerou) ολοήμερης (oloḯmeris) ολοήμερου (oloḯmerou) ολοήμερων (oloḯmeron) ολοήμερων (oloḯmeron) ολοήμερων (oloḯmeron)
accusative ολοήμερο (oloḯmero) ολοήμερη (oloḯmeri) ολοήμερο (oloḯmero) ολοήμερους (oloḯmerous) ολοήμερες (oloḯmeres) ολοήμερα (oloḯmera)
vocative ολοήμερε (oloḯmere) ολοήμερη (oloḯmeri) ολοήμερο (oloḯmero) ολοήμεροι (oloḯmeroi) ολοήμερες (oloḯmeres) ολοήμερα (oloḯmera)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ολοήμερος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language