Jump to content

ξεκούμπωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ξεκούμπωτος (xekoúmpotosm (feminine ξεκούμπωτη, neuter ξεκούμπωτο)

  1. unbuttoned, not buttoned

Declension

[edit]
Declension of ξεκούμπωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ξεκούμπωτος (xekoúmpotos) ξεκούμπωτη (xekoúmpoti) ξεκούμπωτο (xekoúmpoto) ξεκούμπωτοι (xekoúmpotoi) ξεκούμπωτες (xekoúmpotes) ξεκούμπωτα (xekoúmpota)
genitive ξεκούμπωτου (xekoúmpotou) ξεκούμπωτης (xekoúmpotis) ξεκούμπωτου (xekoúmpotou) ξεκούμπωτων (xekoúmpoton) ξεκούμπωτων (xekoúmpoton) ξεκούμπωτων (xekoúmpoton)
accusative ξεκούμπωτο (xekoúmpoto) ξεκούμπωτη (xekoúmpoti) ξεκούμπωτο (xekoúmpoto) ξεκούμπωτους (xekoúmpotous) ξεκούμπωτες (xekoúmpotes) ξεκούμπωτα (xekoúmpota)
vocative ξεκούμπωτε (xekoúmpote) ξεκούμπωτη (xekoúmpoti) ξεκούμπωτο (xekoúmpoto) ξεκούμπωτοι (xekoúmpotoi) ξεκούμπωτες (xekoúmpotes) ξεκούμπωτα (xekoúmpota)

Synonyms

[edit]
[edit]