Jump to content

αθηλύκωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αθηλύκωτος (athilýkotosm (feminine αθηλύκωτη, neuter αθηλύκωτο)

  1. unbuttoned, not done up
  2. without buttons or fastenings

Declension

[edit]
Declension of αθηλύκωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αθηλύκωτος (athilýkotos) αθηλύκωτη (athilýkoti) αθηλύκωτο (athilýkoto) αθηλύκωτοι (athilýkotoi) αθηλύκωτες (athilýkotes) αθηλύκωτα (athilýkota)
genitive αθηλύκωτου (athilýkotou) αθηλύκωτης (athilýkotis) αθηλύκωτου (athilýkotou) αθηλύκωτων (athilýkoton) αθηλύκωτων (athilýkoton) αθηλύκωτων (athilýkoton)
accusative αθηλύκωτο (athilýkoto) αθηλύκωτη (athilýkoti) αθηλύκωτο (athilýkoto) αθηλύκωτους (athilýkotous) αθηλύκωτες (athilýkotes) αθηλύκωτα (athilýkota)
vocative αθηλύκωτε (athilýkote) αθηλύκωτη (athilýkoti) αθηλύκωτο (athilýkoto) αθηλύκωτοι (athilýkotoi) αθηλύκωτες (athilýkotes) αθηλύκωτα (athilýkota)

Coordinate terms

[edit]