Jump to content

ακούμπωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακούμπωτος (akoúmpotosm (feminine ακούμπωτη, neuter ακούμπωτο)

  1. unbuttoned, undone
  2. not buttoned

Declension

[edit]
Declension of ακούμπωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακούμπωτος (akoúmpotos) ακούμπωτη (akoúmpoti) ακούμπωτο (akoúmpoto) ακούμπωτοι (akoúmpotoi) ακούμπωτες (akoúmpotes) ακούμπωτα (akoúmpota)
genitive ακούμπωτου (akoúmpotou) ακούμπωτης (akoúmpotis) ακούμπωτου (akoúmpotou) ακούμπωτων (akoúmpoton) ακούμπωτων (akoúmpoton) ακούμπωτων (akoúmpoton)
accusative ακούμπωτο (akoúmpoto) ακούμπωτη (akoúmpoti) ακούμπωτο (akoúmpoto) ακούμπωτους (akoúmpotous) ακούμπωτες (akoúmpotes) ακούμπωτα (akoúmpota)
vocative ακούμπωτε (akoúmpote) ακούμπωτη (akoúmpoti) ακούμπωτο (akoúmpoto) ακούμπωτοι (akoúmpotoi) ακούμπωτες (akoúmpotes) ακούμπωτα (akoúmpota)

Synonyms

[edit]
[edit]