Jump to content

μονότονος

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

μονός (monós, one) +‎ τόνος (tónos, tone)

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

μονότονος (monótonosm or f (neuter μονότονον); second declension

  1. (music) of one tone
  2. monotonous, uniform
  3. obstinate

Inflection

[edit]

Derived terms

[edit]

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

μονός (monós) +‎ τόνος (tónos)

Adjective

[edit]

μονότονος (monótonosm (feminine μονότονη, neuter μονότονο)

  1. (music) monotonous, flat
  2. dull, boring
    Synonym: ανιαρός (aniarós)

Declension

[edit]
Declension of μονότονος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μονότονος (monótonos) μονότονη (monótoni) μονότονο (monótono) μονότονοι (monótonoi) μονότονες (monótones) μονότονα (monótona)
genitive μονότονου (monótonou) μονότονης (monótonis) μονότονου (monótonou) μονότονων (monótonon) μονότονων (monótonon) μονότονων (monótonon)
accusative μονότονο (monótono) μονότονη (monótoni) μονότονο (monótono) μονότονους (monótonous) μονότονες (monótones) μονότονα (monótona)
vocative μονότονε (monótone) μονότονη (monótoni) μονότονο (monótono) μονότονοι (monótonoi) μονότονες (monótones) μονότονα (monótona)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μονότονος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μονότονος, etc.)