μακάρτι
Jump to navigation
Jump to search
Cappadocian Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- μακάρτ' (makárt') — Axo
Etymology
[edit]From Armenian մակարդ (makard).
Noun
[edit]μακάρτι (makárti)
Derived terms
[edit]- μακαρτωμένο γά (makartoméno gá, “sour milk”)
References
[edit]- Ačaṙean, Hračʻeay (1977) “մակարդ”, in Hayerēn armatakan baṙaran [Armenian Etymological Dictionary] (in Armenian), 2nd edition, a reprint of the original 1926–1935 seven-volume edition, volume III, Yerevan: University Press, page 232a
- Dawkins, R. M. (1916) Modern Greek in Asia Minor: A study of dialect of Silly, Cappadocia and Pharasa, Cambridge: Cambridge University Press, page 621a
- Karolídis, Pávlos (1885) Γλωσσάριον συγκριτικόν ελληνοκαππαδοκικών λέξεων (in Greek), Smyrna: O Týpos, pages 91, 188
- Lagarde, Paul de (1886) Neugriechisches aus Kleinasien (Abhandlungen der Königlichen Gesellschaft der Wissenschaften zu Göttingen; 33) (in German), Göttingen: Dieterichsche Verlags-Buchhandlung, page 56b
- Μαυροχαλυβίδης, Γ., Κεσίσογλου, Ι. Ι. (1960) Το γλωσσικό ιδίωμα της Αξού [The dialect of Axo] (Εκδόσεις του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών; 39)[1], Athens: Center for Asia Minor Studies, page 149
- Tompaḯdis, D. E., Symeonídis, Ch. P. (2002) “μακάρτιν”, in Συμπλήρωμα στο Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου του Α. Α. Παπαδόπουλου (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 23) (in Greek), Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 117
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]Etymology
[edit]From Armenian մակարդ (makard).
Noun
[edit]μακάρτι • (makárti) n (dialectal)
Descendants
[edit]References
[edit]- μακάρτι - Andriotis (Ανδριώτης), Nikolaos Pantelis (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Etymological Dictionary of Koine Neo-Hellenic] (in Greek, polytonic) 3rd ed. (1st ed. 1951), Thessaloniki: Aristotelian University, the "Triantafyllidis" Foundation, p.196a., unaware of the correct origin
- Καραποτόσογλου, Κώστας (1982) “Δυσετυμολόγητες ποντιακές λέξεις”, in Αρχείον Πόντου (in Greek), volume 37, Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, § 107, pages 222–223
- Κουκκίδης, Κωνσταντίνος (1960) “γιαγούρτι”, in Λεξιλόγιον ελληνικών λέξεων παραγομένων εκ της τουρκικής [Vocabulary of Greek words derived from Turkish][2] (in Greek), Athens: Εταιρεία Θρακικών Μελετών, page 24b
- Μλαδένωφ, Στ. (1934–1935) “Σημειώματα”, in Αρχείον του θρακικού λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού[3] (in Greek), volume 1, Athens, page 154, derives from a different Armenian word
- Nikolaḯdis, K. (1909) Ετυμολογικόν λεξικόν της Κουτσοβλαχικής γλώσσης [Etymologikón lexikón tis Koutsovlachikís glóssis] (in Greek), Athens: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου [Týpois P. D. Sakellaríou], page 280, unaware of the correct origin
- Παπαχρίστος, Κ. Α. (1976) “Νεοελληνικά ετυμολογικά”, in Byzantina[4] (in Greek), volume 8, pages 300–301, unaware of the correct origin
- Πέτρου-Ποιητού, Ευγενία (2013) Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης[5], Λευκωσία: Εκδόσεις Επιφανίου
- Tompaḯdis, D. E., Symeonídis, Ch. P. (2002) “μακάρτιν”, in Συμπλήρωμα στο Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου του Α. Α. Παπαδόπουλου (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 23) (in Greek), Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 117
Pontic Greek
[edit]Alternative forms
[edit]Etymology
[edit]From Armenian մակարդ (makard).
Noun
[edit]μακάρτι (makárti) n
- yoghurt starter (a small amount of old culture of yoghurt added into milk as a rennet for making new yoghurt)
Derived terms
[edit]- μακαρτά̤ζω (makartä́zo)
- μακαρτεύω (makartévo)
- μακαρτίζω (makartízo)
- μακάρτωμαν (makártoman)
- μακαρτώνω (makartóno)
- μαρκατερό (markateró)
- μαρκατίζω (markatízo)
- μαρκατοκούτιν (markatokoútin)
- μαρκάτωμα (markátoma)
- μαρκατώνω (markatóno)
References
[edit]- Tursun, Vahit (2021) “μακάρτι”, in Romeika – Türkçe Sözlük : Trabzon Rumcası, 2nd edition, Istanbul: Heyamola Yayınları, page 350a
- Tursun, Vahit (2021) “μαρκάτι”, in Romeika – Türkçe Sözlük : Trabzon Rumcası, 2nd edition, Istanbul: Heyamola Yayınları, page 354a, glossed as yoğurt mayası (“yoghurt starter”)
- Καραποτόσογλου, Κώστας (1982) “Δυσετυμολόγητες ποντιακές λέξεις”, in Αρχείον Πόντου (in Greek), volume 37, Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, § 107, pages 222–223
- Nikopolitídis, Dimítrios (2011) “γιαουρτομαγιά”, in Λεξικό της ποντιακής διαλέκτου [A dictionary of the Pontic dialect], Thessaloniki: Αφοί Κυριακίδη, page 206a
- Papadópoulos, Ánthimos (1961) “μακάρτιν”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), volume II, Athens: Myrtidis, page 6ab
- Παρχαρίδης, Ιωάννης (1883–1884) “Συλλογή ζώντων μνημείων της αρχαίας ελληνικής γλώσσης εν Όφει [Collection of living documents of the Ancient Greek language in Ophis]”, in Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος: Σύγγραμμα περιοδικόν[6] (in Greek), volume 18, page 150a of 118–178
- Συμεωνίδης, Χαράλαμπος (1995) “Μικρή συμβολή στην ποντιακή ετυμολογία [Small contribution to Pontic etymology]”, in Ελληνική Διαλεκτολογία (in Greek), volumes 4 (1994–1995). Αφιέρωμα στην Ποντιακή, Thessaloniki: Αφοί Κυριακίδη, § 1.15, pages 63–64
- Tompaḯdis, D. E., Symeonídis, Ch. P. (2002) “μακάρτιν”, in Συμπλήρωμα στο Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου του Α. Α. Παπαδόπουλου (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 23) (in Greek), Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 117
Categories:
- Cappadocian Greek terms borrowed from Armenian
- Cappadocian Greek terms derived from Armenian
- Cappadocian Greek lemmas
- Cappadocian Greek nouns
- cpg:Enzymes
- Greek terms borrowed from Armenian
- Greek terms derived from Armenian
- Greek lemmas
- Greek nouns
- Greek neuter nouns
- Greek dialectal terms
- el:Dairy products
- Pontic Greek terms borrowed from Armenian
- Pontic Greek terms derived from Armenian
- Pontic Greek lemmas
- Pontic Greek nouns
- Pontic Greek neuter nouns
- pnt:Enzymes
- pnt:Dairy products