Jump to content

mãrcat

From Wiktionary, the free dictionary

Aromanian

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From Greek μαρκάτ' (markát'), from Armenian մակարդ (makard).[1]

Noun

[edit]

mãrcat n (plural mãrcaturi)

  1. yogurt

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ Καραποτόσογλου, Κώστας (1982) “Δυσετυμολόγητες ποντιακές λέξεις”, in Αρχείον Πόντου (in Greek), volume 37, Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, § 107, pages 222–223

Further reading

[edit]
  • mãrcat in DIXI online - Dictsiunar a limbãljei armãneascã (Dictionary of the Aromanian language)
  • Nikolaḯdis, K. (1909) “μᾶρκάτου”, in Ετυμολογικόν λεξικόν της Κουτσοβλαχικής γλώσσης [Etymologikón lexikón tis Koutsovlachikís glóssis] (in Greek), Athens: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου [Týpois P. D. Sakellaríou], page 280, unaware of the correct origin
  • Tompaḯdis, D. E., Symeonídis, Ch. P. (2002) “μακάρτιν”, in Συμπλήρωμα στο Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου του Α. Α. Παπαδόπουλου (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 23) (in Greek), Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 117