γιαούρτι

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ottoman Turkish یوغورت (yoğurt).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): [ʝaˈuɾti]
  • Hyphenation: για‧ούρ‧τι

Noun

[edit]

γιαούρτι (giaoúrtin (plural γιαούρτια)

  1. yogurt, yoghurt, yogourt (Canada)
    Coordinate term: μακάρτι (makárti)

Declension

[edit]
singular plural
nominative γιαούρτι (giaoúrti) γιαούρτια (giaoúrtia)
genitive γιαουρτιού (giaourtioú) γιαουρτιών (giaourtión)
accusative γιαούρτι (giaoúrti) γιαούρτια (giaoúrtia)
vocative γιαούρτι (giaoúrti) γιαούρτια (giaoúrtia)

Further reading

[edit]
  • γιαούρτι on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
  • Κουκκίδης, Κωνσταντίνος (1960) “γιαγούρτι”, in Λεξιλόγιον ελληνικών λέξεων παραγομένων εκ της τουρκικής [Vocabulary of Greek words derived from Turkish]‎[1] (in Greek), Athens: Εταιρεία Θρακικών Μελετών, page 24b