Jump to content

καιρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek καιρικός (kairikós, seasonable) with semantic loan from English weather.[1] By surface analysis, καιρ(ός) (kair(ós)) +‎ -ικός (-ikós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ce.ɾiˈkos/
  • Hyphenation: και‧ρι‧κός

Adjective

[edit]

καιρικός (kairikósm (feminine καιρική, neuter καιρικό)

  1. (relational) weather (attributive)
    καιρικά φαινόμεναkairiká fainómenaweather phenomena

Declension

[edit]
Declension of καιρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καιρικός (kairikós) καιρική (kairikí) καιρικό (kairikó) καιρικοί (kairikoí) καιρικές (kairikés) καιρικά (kairiká)
genitive καιρικού (kairikoú) καιρικής (kairikís) καιρικού (kairikoú) καιρικών (kairikón) καιρικών (kairikón) καιρικών (kairikón)
accusative καιρικό (kairikó) καιρική (kairikí) καιρικό (kairikó) καιρικούς (kairikoús) καιρικές (kairikés) καιρικά (kairiká)
vocative καιρικέ (kairiké) καιρική (kairikí) καιρικό (kairikó) καιρικοί (kairikoí) καιρικές (kairikés) καιρικά (kairiká)
[edit]

See also

[edit]

References

[edit]
  1. ^ καιρικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language