μετεωρολογικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from French météorologique. By surface analysis, μετεωρολογ(ία) (meteorolog(ía)) + -ικός (-ikós). Compare Koine Greek μετεωρολογικός (meteōrologikós, “skilled in meteorology”).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]μετεωρολογικός • (meteorologikós) m (feminine μετεωρολογική, neuter μετεωρολογικό)
Declension
[edit]Declension of μετεωρολογικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μετεωρολογικός • | μετεωρολογική • | μετεωρολογικό • | μετεωρολογικοί • | μετεωρολογικές • | μετεωρολογικά • |
genitive | μετεωρολογικού • | μετεωρολογικής • | μετεωρολογικού • | μετεωρολογικών • | μετεωρολογικών • | μετεωρολογικών • |
accusative | μετεωρολογικό • | μετεωρολογική • | μετεωρολογικό • | μετεωρολογικούς • | μετεωρολογικές • | μετεωρολογικά • |
vocative | μετεωρολογικέ • | μετεωρολογική • | μετεωρολογικό • | μετεωρολογικοί • | μετεωρολογικές • | μετεωρολογικά • |
Related terms
[edit]- μετεωρολογία f (meteorología)
See also
[edit]- καιρικός (kairikós)
References
[edit]- ^ μετεωρολογικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language