θερμομονωτικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

θερμομονωτικός (thermomonotikósm (feminine θερμομονωτική, neuter θερμομονωτικό)

  1. thermally insulating

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative θερμομονωτικός (thermomonotikós) θερμομονωτική (thermomonotikí) θερμομονωτικό (thermomonotikó) θερμομονωτικοί (thermomonotikoí) θερμομονωτικές (thermomonotikés) θερμομονωτικά (thermomonotiká)
genitive θερμομονωτικού (thermomonotikoú) θερμομονωτικής (thermomonotikís) θερμομονωτικού (thermomonotikoú) θερμομονωτικών (thermomonotikón) θερμομονωτικών (thermomonotikón) θερμομονωτικών (thermomonotikón)
accusative θερμομονωτικό (thermomonotikó) θερμομονωτική (thermomonotikí) θερμομονωτικό (thermomonotikó) θερμομονωτικούς (thermomonotikoús) θερμομονωτικές (thermomonotikés) θερμομονωτικά (thermomonotiká)
vocative θερμομονωτικέ (thermomonotiké) θερμομονωτική (thermomonotikí) θερμομονωτικό (thermomonotikó) θερμομονωτικοί (thermomonotikoí) θερμομονωτικές (thermomonotikés) θερμομονωτικά (thermomonotiká)

Derived terms

[edit]
[edit]