μονωτικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From μόνωση (mónosi, insulation).

Adjective

[edit]

μονωτικός (monotikósm (feminine μονωτική, neuter μονωτικό)

  1. insulating (property of a material relating to electricity, noise, heat)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μονωτικός (monotikós) μονωτική (monotikí) μονωτικό (monotikó) μονωτικοί (monotikoí) μονωτικές (monotikés) μονωτικά (monotiká)
genitive μονωτικού (monotikoú) μονωτικής (monotikís) μονωτικού (monotikoú) μονωτικών (monotikón) μονωτικών (monotikón) μονωτικών (monotikón)
accusative μονωτικό (monotikó) μονωτική (monotikí) μονωτικό (monotikó) μονωτικούς (monotikoús) μονωτικές (monotikés) μονωτικά (monotiká)
vocative μονωτικέ (monotiké) μονωτική (monotikí) μονωτικό (monotikó) μονωτικοί (monotikoí) μονωτικές (monotikés) μονωτικά (monotiká)

Derived terms

[edit]