θερμικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

θερμικός (thermikósm (feminine θερμική, neuter θερμικό)

  1. thermal, heat

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative θερμικός (thermikós) θερμική (thermikí) θερμικό (thermikó) θερμικοί (thermikoí) θερμικές (thermikés) θερμικά (thermiká)
genitive θερμικού (thermikoú) θερμικής (thermikís) θερμικού (thermikoú) θερμικών (thermikón) θερμικών (thermikón) θερμικών (thermikón)
accusative θερμικό (thermikó) θερμική (thermikí) θερμικό (thermikó) θερμικούς (thermikoús) θερμικές (thermikés) θερμικά (thermiká)
vocative θερμικέ (thermiké) θερμική (thermikí) θερμικό (thermikó) θερμικοί (thermikoí) θερμικές (thermikés) θερμικά (thermiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θερμικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θερμικός, etc.)

Derived terms

[edit]

See also

[edit]