Jump to content

ηλεκτροσυγκόλληση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ηλεκτρο- (ilektro-, electro) +‎ συγκόλληση (sygkóllisi, welding)

Noun

[edit]

ηλεκτροσυγκόλληση (ilektrosygkóllisif (plural ελεκτροσυγκολλήσεις)

  1. (engineering) arc welding

Declension

[edit]
singular plural
nominative ηλεκτροσυγκόλληση (ilektrosygkóllisi) ηλεκτροσυγκολλήσεις (ilektrosygkollíseis)
genitive ηλεκτροσυγκόλλησης (ilektrosygkóllisis) ηλεκτροσυγκολλήσεων (ilektrosygkollíseon)
accusative ηλεκτροσυγκόλληση (ilektrosygkóllisi) ηλεκτροσυγκολλήσεις (ilektrosygkollíseis)
vocative ηλεκτροσυγκόλληση (ilektrosygkóllisi) ηλεκτροσυγκολλήσεις (ilektrosygkollíseis)

Older or formal genitive singular: ηλεκτροσυγκολλήσεως (ilektrosygkollíseos)

Synonyms

[edit]

Coordinate terms

[edit]

Derived terms

[edit]
[edit]