ηλεκτροσυγκόλληση
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]ηλεκτρο- (ilektro-, “electro”) + συγκόλληση (sygkóllisi, “welding”)
Noun
[edit]ηλεκτροσυγκόλληση • (ilektrosygkóllisi) f (plural ελεκτροσυγκολλήσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτροσυγκόλληση (ilektrosygkóllisi) | ηλεκτροσυγκολλήσεις (ilektrosygkollíseis) |
genitive | ηλεκτροσυγκόλλησης (ilektrosygkóllisis) | ηλεκτροσυγκολλήσεων (ilektrosygkollíseon) |
accusative | ηλεκτροσυγκόλληση (ilektrosygkóllisi) | ηλεκτροσυγκολλήσεις (ilektrosygkollíseis) |
vocative | ηλεκτροσυγκόλληση (ilektrosygkóllisi) | ηλεκτροσυγκολλήσεις (ilektrosygkollíseis) |
Older or formal genitive singular: ηλεκτροσυγκολλήσεως (ilektrosygkollíseos)
Synonyms
[edit]- ηλεκτροκόλληση f (ilektrokóllisi)
Coordinate terms
[edit]- οξυγονοκόλληση f (oxygonokóllisi, “oxyacetylene welding”)
Derived terms
[edit]- ηλεκτροσυγκολλητής m (ilektrosygkollitís), ηλεκτροσυγκολλήτρια f (ilektrosygkollítria)
Related terms
[edit]- and see: ηλεκτρισμός m (ilektrismós, “electricity”)