Jump to content

ηλεκτροσυγκολλητής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from ηλεκτροσυγκόλλη(ση) (ilektrosygkólli(si)) +‎ -τής (-tís).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.le.ktɾo.siŋ.ɡo.liˈtis/
  • Hyphenation: η‧λε‧κτρο‧συ‧γκολ‧λη‧τής

Noun

[edit]

ηλεκτροσυγκολλητής (ilektrosygkollitísm (feminine ηλεκτροσυγκολλήτρια)

  1. arc welder

Declension

[edit]
Declension of ηλεκτροσυγκολλητής
singular plural
nominative ηλεκτροσυγκολλητής (ilektrosygkollitís) ηλεκτροσυγκολλητές (ilektrosygkollités)
genitive ηλεκτροσυγκολλητή (ilektrosygkollití) ηλεκτροσυγκολλητών (ilektrosygkollitón)
accusative ηλεκτροσυγκολλητή (ilektrosygkollití) ηλεκτροσυγκολλητές (ilektrosygkollités)
vocative ηλεκτροσυγκολλητή (ilektrosygkollití) ηλεκτροσυγκολλητές (ilektrosygkollités)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ηλεκτροσυγκολλητής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language