ηλεκτροσυγκολλήσεις
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ηλεκτροσυγκολλήσεις • (ilektrosygkollíseis) f
- nominative plural of ηλεκτροσυγκόλληση (ilektrosygkóllisi)
- accusative plural of ηλεκτροσυγκόλληση (ilektrosygkóllisi)
- vocative plural of ηλεκτροσυγκόλληση (ilektrosygkóllisi)