Jump to content

συγκόλληση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συγκόλληση (sygkóllisif (plural συγκολλήσεις)

  1. (engineering) welding

Declension

[edit]
singular plural
nominative συγκόλληση (sygkóllisi) συγκολλήσεις (sygkollíseis)
genitive συγκόλλησης (sygkóllisis) συγκολλήσεων (sygkollíseon)
accusative συγκόλληση (sygkóllisi) συγκολλήσεις (sygkollíseis)
vocative συγκόλληση (sygkóllisi) συγκολλήσεις (sygkollíseis)

Older or formal genitive singular: συγκολλήσεως (sygkollíseos)

[edit]