συγκόλληση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]συγκόλληση • (sygkóllisi) f (plural συγκολλήσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συγκόλληση (sygkóllisi) | συγκολλήσεις (sygkollíseis) |
genitive | συγκόλλησης (sygkóllisis) | συγκολλήσεων (sygkollíseon) |
accusative | συγκόλληση (sygkóllisi) | συγκολλήσεις (sygkollíseis) |
vocative | συγκόλληση (sygkóllisi) | συγκολλήσεις (sygkollíseis) |
Older or formal genitive singular: συγκολλήσεως (sygkollíseos)
Related terms
[edit]- ηλεκτροσυγκόλληση f (ilektrosygkóllisi, “arcwelding”)
- οξυγονοκόλληση f (oxygonokóllisi, “oxyacetylene welding”)