Jump to content

ηλεκτρομαγνήτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ηλεκτρομαγνήτης (ilektromagnítism (plural ηλεκτρομαγνήτες)

  1. (engineering, physics) electromagnet

Declension

[edit]
Declension of ηλεκτρομαγνήτης
singular plural
nominative ηλεκτρομαγνήτης (ilektromagnítis) ηλεκτρομαγνήτες (ilektromagnítes)
genitive ηλεκτρομαγνήτη (ilektromagníti) ηλεκτρομαγνητών (ilektromagnitón)
accusative ηλεκτρομαγνήτη (ilektromagníti) ηλεκτρομαγνήτες (ilektromagnítes)
vocative ηλεκτρομαγνήτη (ilektromagníti) ηλεκτρομαγνήτες (ilektromagnítes)
[edit]

Further reading

[edit]