ηλεκτρομαγνητισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ηλεκτρομαγνητισμός • (ilektromagnitismós) m (plural ηλεκτρομαγνητισμοί)
Declension
[edit]Declension of ηλεκτρομαγνητισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτρομαγνητισμός • | ηλεκτρομαγνητισμοί • |
genitive | ηλεκτρομαγνητισμού • | ηλεκτρομαγνητισμών • |
accusative | ηλεκτρομαγνητισμό • | ηλεκτρομαγνητισμούς • |
vocative | ηλεκτρομαγνητισμέ • | ηλεκτρομαγνητισμοί • |
Synonyms
[edit]- ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση f (ilektromagnitikí allilepídrasi)
- ηλεκτρομαγνητική δύναμη f (ilektromagnitikí dýnami)
Related terms
[edit]- ηλεκτρομαγνήτης m (ilektromagnítis, “electromagnet”)
- ηλεκτρομαγνητική βαλβίδα f (ilektromagnitikí valvída, “solenoid”)
- ηλεκτρομαγνητικός (ilektromagnitikós, “electromagnetic”)
- and see: ηλεκτρισμός m (ilektrismós, “electricity”)
See also
[edit]Further reading
[edit]- ηλεκτρομαγνητισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el