ηλεκτρομαγνητικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ηλεκτρομαγνητικός • (ilektromagnitikós) m (feminine ηλεκτρομαγνητική, neuter ηλεκτρομαγνητικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ηλεκτρομαγνητικός (ilektromagnitikós) | ηλεκτρομαγνητική (ilektromagnitikí) | ηλεκτρομαγνητικό (ilektromagnitikó) | ηλεκτρομαγνητικοί (ilektromagnitikoí) | ηλεκτρομαγνητικές (ilektromagnitikés) | ηλεκτρομαγνητικά (ilektromagnitiká) | |
genitive | ηλεκτρομαγνητικού (ilektromagnitikoú) | ηλεκτρομαγνητικής (ilektromagnitikís) | ηλεκτρομαγνητικού (ilektromagnitikoú) | ηλεκτρομαγνητικών (ilektromagnitikón) | ηλεκτρομαγνητικών (ilektromagnitikón) | ηλεκτρομαγνητικών (ilektromagnitikón) | |
accusative | ηλεκτρομαγνητικό (ilektromagnitikó) | ηλεκτρομαγνητική (ilektromagnitikí) | ηλεκτρομαγνητικό (ilektromagnitikó) | ηλεκτρομαγνητικούς (ilektromagnitikoús) | ηλεκτρομαγνητικές (ilektromagnitikés) | ηλεκτρομαγνητικά (ilektromagnitiká) | |
vocative | ηλεκτρομαγνητικέ (ilektromagnitiké) | ηλεκτρομαγνητική (ilektromagnitikí) | ηλεκτρομαγνητικό (ilektromagnitikó) | ηλεκτρομαγνητικοί (ilektromagnitikoí) | ηλεκτρομαγνητικές (ilektromagnitikés) | ηλεκτρομαγνητικά (ilektromagnitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ηλεκτρομαγνητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ηλεκτρομαγνητικός, etc.)
Related terms
[edit]- ηλεκτρομαγνήτης m (ilektromagnítis, “electromagnet”)
- ηλεκτρομαγνητική βαλβίδα f (ilektromagnitikí valvída, “solenoid”)
- ηλεκτρομαγνητισμός m (ilektromagnitismós, “electromagnetism”)
- and see: ηλεκτρισμός m (ilektrismós, “electricity”)