Jump to content

ευθύς

From Wiktionary, the free dictionary
See also: εὐθύς

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek εὐθύς (euthús, straight, direct, adjective, also as adverb).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /eˈfθis/
  • Hyphenation: ευ‧θύς

Adjective

[edit]

ευθύς (efthýsm (feminine ευθεία, neuter ευθύ)

  1. direct, straight
  2. (figurative) straightforward, candid

Declension

[edit]
Declension of ευθύς
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευθύς (efthýs) ευθεία (eftheía) ευθύ (efthý) ευθείς (eftheís) ευθείες (eftheíes) ευθέα (efthéa)
genitive ευθέος (efthéos)
ευθύ (efthý)
ευθείας (eftheías) ευθύ (efthý)
ευθέος (efthéos)
ευθέων (efthéon) ευθειών (eftheión) ευθέων (efthéon)
accusative ευθύ (efthý) ευθεία (eftheía) ευθύ (efthý) ευθείς (eftheís) ευθείες (eftheíes) ευθέα (efthéa)
vocative ευθύ (efthý) ευθεία (eftheía) ευθύ (efthý) ευθείς (eftheís) ευθείες (eftheíes) ευθέα (efthéa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευθύς, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευθύς, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευθύτερος (efthýteros) ευθύτερη (efthýteri) ευθύτερο (efthýtero) ευθύτεροι (efthýteroi) ευθύτερες (efthýteres) ευθύτερα (efthýtera)
genitive ευθύτερου (efthýterou) ευθύτερης (efthýteris) ευθύτερου (efthýterou) ευθύτερων (efthýteron) ευθύτερων (efthýteron) ευθύτερων (efthýteron)
accusative ευθύτερο (efthýtero) ευθύτερη (efthýteri) ευθύτερο (efthýtero) ευθύτερους (efthýterous) ευθύτερες (efthýteres) ευθύτερα (efthýtera)
vocative ευθύτερε (efthýtere) ευθύτερη (efthýteri) ευθύτερο (efthýtero) ευθύτεροι (efthýteroi) ευθύτερες (efthýteres) ευθύτερα (efthýtera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ευθύτερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευθύτατος (efthýtatos) ευθύτατη (efthýtati) ευθύτατο (efthýtato) ευθύτατοι (efthýtatoi) ευθύτατες (efthýtates) ευθύτατα (efthýtata)
genitive ευθύτατου (efthýtatou) ευθύτατης (efthýtatis) ευθύτατου (efthýtatou) ευθύτατων (efthýtaton) ευθύτατων (efthýtaton) ευθύτατων (efthýtaton)
accusative ευθύτατο (efthýtato) ευθύτατη (efthýtati) ευθύτατο (efthýtato) ευθύτατους (efthýtatous) ευθύτατες (efthýtates) ευθύτατα (efthýtata)
vocative ευθύτατε (efthýtate) ευθύτατη (efthýtati) ευθύτατο (efthýtato) ευθύτατοι (efthýtatoi) ευθύτατες (efthýtates) ευθύτατα (efthýtata)
[edit]

Adverb

[edit]

ευθύς (efthýs)

  1. immediately, outright, at once
    Synonyms: παρευθύς (parefthýs), ευθύς εξαρχής (efthýs exarchís), ευθύς αμέσως (efthýs amésos)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ευθύς, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language