απευθείας
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adverb
[edit]απευθείας • (apeftheías)
- directly, immediately, straight
- απευθείας από τους κατασκευαστές ― apeftheías apó tous kataskevastés ― straight from the manufacturers
Related terms
[edit]- σε απευθείας σύνδεση (se apeftheías sýndesi, “online”)
- απευθείας μετάδοση (apeftheías metádosi, “live”)