ευθύγραμμος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek εὐθύγραμμος (euthúgrammos).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.fθi.ɣɾa.mos/
  • Hyphenation: ευ‧θύ‧γραμ‧μος

Adjective

[edit]

ευθύγραμμος (efthýgrammosm (feminine ευθύγραμμη, neuter ευθύγραμμο)

  1. straight-line (attributive), rectilinear, linear
    ευθύγραμμο τμήμα (geometry)efthýgrammo tmímaline segment

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευθύγραμμος (efthýgrammos) ευθύγραμμη (efthýgrammi) ευθύγραμμο (efthýgrammo) ευθύγραμμοι (efthýgrammoi) ευθύγραμμες (efthýgrammes) ευθύγραμμα (efthýgramma)
genitive ευθύγραμμου (efthýgrammou) ευθύγραμμης (efthýgrammis) ευθύγραμμου (efthýgrammou) ευθύγραμμων (efthýgrammon) ευθύγραμμων (efthýgrammon) ευθύγραμμων (efthýgrammon)
accusative ευθύγραμμο (efthýgrammo) ευθύγραμμη (efthýgrammi) ευθύγραμμο (efthýgrammo) ευθύγραμμους (efthýgrammous) ευθύγραμμες (efthýgrammes) ευθύγραμμα (efthýgramma)
vocative ευθύγραμμε (efthýgramme) ευθύγραμμη (efthýgrammi) ευθύγραμμο (efthýgrammo) ευθύγραμμοι (efthýgrammoi) ευθύγραμμες (efthýgrammes) ευθύγραμμα (efthýgramma)

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ ευθύγραμμος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language