From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly from ευθύγραμμ(ος) ( efthýgramm(os) ) + -ίζω ( -ízo ) .[ 1]
IPA (key ) : /e.fθi.ɣɾaˈmi.zo/
Hyphenation: ευ‧θυ‧γραμ‧μί‧ζω
ευθυγραμμίζω • (efthygrammízo ) (past ευθυγράμμισα , passive ευθυγραμμίζομαι , p‑past ευθυγραμμίστηκα , ppp ευθυγραμμισμένος ) ( transitive )
to align ( to adjust to a line; to range or form in line; to bring into line )
( figuratively ) to align ( to organize in a consistent, defined way )
ευθυγραμμίζω ευθυγραμμίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ευθυγραμμίζω
ευθυγραμμίσω
ευθυγραμμίζομαι
ευθυγραμμιστώ
2 sg
ευθυγραμμίζεις
ευθυγραμμίσεις
ευθυγραμμίζεσαι
ευθυγραμμιστείς
3 sg
ευθυγραμμίζει
ευθυγραμμίσει
ευθυγραμμίζεται
ευθυγραμμιστεί
1 pl
ευθυγραμμίζουμε , [‑ομε ]
ευθυγραμμίσουμε , [‑ομε ]
ευθυγραμμιζόμαστε
ευθυγραμμιστούμε
2 pl
ευθυγραμμίζετε
ευθυγραμμίσετε
ευθυγραμμίζεστε , ευθυγραμμιζόσαστε
ευθυγραμμιστείτε
3 pl
ευθυγραμμίζουν (ε )
ευθυγραμμίσουν (ε )
ευθυγραμμίζονται
ευθυγραμμιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ευθυγράμμιζα
ευθυγράμμισα
ευθυγραμμιζόμουν (α )
ευθυγραμμίστηκα
2 sg
ευθυγράμμιζες
ευθυγράμμισες
ευθυγραμμιζόσουν (α )
ευθυγραμμίστηκες
3 sg
ευθυγράμμιζε
ευθυγράμμισε
ευθυγραμμιζόταν (ε )
ευθυγραμμίστηκε
1 pl
ευθυγραμμίζαμε
ευθυγραμμίσαμε
ευθυγραμμιζόμασταν , (‑όμαστε )
ευθυγραμμιστήκαμε
2 pl
ευθυγραμμίζατε
ευθυγραμμίσατε
ευθυγραμμιζόσασταν , (‑όσαστε )
ευθυγραμμιστήκατε
3 pl
ευθυγράμμιζαν , ευθυγραμμίζαν (ε )
ευθυγράμμισαν , ευθυγραμμίσαν (ε )
ευθυγραμμίζονταν , (ευθυγραμμιζόντουσαν )
ευθυγραμμίστηκαν , ευθυγραμμιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ευθυγραμμίζω ➤
θα ευθυγραμμίσω ➤
θα ευθυγραμμίζομαι ➤
θα ευθυγραμμιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ευθυγραμμίζεις , …
θα ευθυγραμμίσεις , …
θα ευθυγραμμίζεσαι , …
θα ευθυγραμμιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ευθυγραμμίσει έχω, έχεις, … ευθυγραμμισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ευθυγραμμιστεί είμαι , είσαι , … ευθυγραμμισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ευθυγραμμίσει είχα, είχες, … ευθυγραμμισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ευθυγραμμιστεί ήμουν , ήσουν , … ευθυγραμμισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ευθυγραμμίσει θα έχω, θα έχεις, … ευθυγραμμισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ευθυγραμμιστεί θα είμαι, θα είσαι, … ευθυγραμμισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ευθυγράμμιζε
ευθυγράμμισε
—
ευθυγραμμίσου
2 pl
ευθυγραμμίζετε
ευθυγραμμίστε
ευθυγραμμίζεστε
ευθυγραμμιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ευθυγραμμίζοντας ➤
ευθυγραμμιζόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας ευθυγραμμίσει ➤
ευθυγραμμισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ευθυγραμμίσει
ευθυγραμμιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.