From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Ancient Greek ἐξυπηρετῶ ( exupēretô ) .[ 1] By surface analysis , εξ- ( ex- ) + υπηρετώ ( ypiretó ) .
IPA (key ) : /eksipiɾeˈto/
Hyphenation: ε‧ξυ‧πη‧ρε‧τώ
Old Hyphenation: εξ‧υ‧πη‧ρε‧τώ
εξυπηρετώ • (exypiretó ) (past εξυπηρέτησα , passive εξυπηρετούμαι , p‑past εξυπηρετήθηκα )
to provide service
to arrange , fit into
to arrange ( affairs, responsibilities )
εξυπηρετώ , εξυπηρετούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
εξυπηρετώ
εξυπηρετήσω
εξυπηρετούμαι
εξυπηρετηθώ
2 sg
εξυπηρετείς
εξυπηρετήσεις
εξυπηρετείσαι
εξυπηρετηθείς
3 sg
εξυπηρετεί
εξυπηρετήσει
εξυπηρετείται
εξυπηρετηθεί
1 pl
εξυπηρετούμε
εξυπηρετήσουμε , [-ομε ]
εξυπηρετούμαστε
εξυπηρετηθούμε
2 pl
εξυπηρετείτε
εξυπηρετήσετε
εξυπηρετείστε
εξυπηρετηθείτε
3 pl
εξυπηρετούν (ε )
εξυπηρετήσουν (ε )
εξυπηρετούνται
εξυπηρετηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
εξυπηρετούσα
εξυπηρέτησα
[εξυπηρετούμουν (α )]
εξυπηρετήθηκα
2 sg
εξυπηρετούσες
εξυπηρέτησες
[εξυπηρετούσουν (α )]
εξυπηρετήθηκες
3 sg
εξυπηρετούσε
εξυπηρέτησε
εξυπηρετούνταν , {εξυπηρετείτο }
εξυπηρετήθηκε
1 pl
εξυπηρετούσαμε
εξυπηρετήσαμε
εξυπηρετούμασταν , (‑ούμαστε )
εξυπηρετηθήκαμε
2 pl
εξυπηρετούσατε
εξυπηρετήσατε
[εξυπηρετούσασταν , (‑ούσαστε )]
εξυπηρετηθήκατε
3 pl
εξυπηρετούσαν (ε )
εξυπηρέτησαν , εξυπηρετήσαν (ε )
εξυπηρετούνταν , {εξυπηρετούντο }
εξυπηρετήθηκαν , εξυπηρετηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα εξυπηρετώ ➤
θα εξυπηρετήσω ➤
θα εξυπηρετούμαι ➤
θα εξυπηρετηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα εξυπηρετείς , …
θα εξυπηρετήσεις , …
θα εξυπηρετείσαι , …
θα εξυπηρετηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … εξυπηρετήσει έχω, έχεις, … εξυπηρετημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … εξυπηρετηθεί είμαι , είσαι , … εξυπηρετημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … εξυπηρετήσει είχα, είχες, … εξυπηρετημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … εξυπηρετηθεί ήμουν , ήσουν , … εξυπηρετημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … εξυπηρετήσει θα έχω, θα έχεις, … εξυπηρετημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … εξυπηρετηθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξυπηρετημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
εξυπηρέτησε
—
εξυπηρετήσου
2 pl
εξυπηρετείτε
εξυπηρετήστε
εξυπηρετείστε
εξυπηρετηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
εξυπηρετώντας ➤
εξυπηρετούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας εξυπηρετήσει ➤
εξυπηρετημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
εξυπηρετήσει
εξυπηρετηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.